ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Σύνδεση
ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ |
ΝΟΣΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
Στεφανιαία νόσος (καρδιακή ισχαιμία)
Καρδιακή ανεπάρκεια
Αρρυθμίες
Υπέρταση
Πνευμονική Υπέρταση
Βαλβιδοπάθειες
Αθηρωμάτωση
Έμφραγμα
Περικαρδίτιδα
Πνευμονική καρδιοπάθεια
Διαττατική μυοκαρδιοπάθεια
*
ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΙΣΧΑΙΜΙΑ
Είναι η στέρηση οξυγόνου στην καρδιά ως αποτέλεσμα
ελαττωμένης αιμάτωσης. Ο προσδιορισμός της ισχαιμίας στην καρδιολογία γίνεται
με την δοκιμασία κοπώσεως. Ισχαιμία προκαλείται όταν δημιουργηθεί μια προσωρινή
απόφραξη της στεφανιαίας αρτηρίας την οποία θα ακολουθήσει μια αυξημένη
αιματική ροή. Την στιγμή της ισχαιμίας τα στεφανιαία αγγεία διατείνονται ώστε
να αποφευχθεί μια μόνιμη βλάβη στην καρδιά. Αυτόν τον φυσιολογικό προστατευτικό
μηχανισμό μιμούνται άλλωστε και τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στους
καρδιοπαθείς. Όμως εάν προκληθεί απόφραξη στεφανιαίου αγγείου κατά 90-95% τότε
θα εμφανιστεί ισχαιμία παρά την φυσιολογική αγγειακή διάταση. Εδώ λοιπόν
μπορούμε να διακρίνουμε 2 μορφές ισχαιμίας : Την ήπια όπου ο οργανισμός
καταφέρνει και την ισορροπεί μόνος του, και την σοβαρότερη στην οποία έχουν
στερεωθεί μόνιμες αθηρωματικές πλάκες γύρω από το στεφανιαίο αγγείο σε κάποιο
σημείο του. Όμως και στις σοβαρότερες ισχαιμικές καταστάσεις ο οργανισμός
προσπαθεί να ισορροπήσει την μειωμένη ροή του αίματος με σπασμούς δηλαδή μυϊκές
συσπάσεις των στεφανιαίων αρτηριών, και όταν δεν το καταφέρνει ξεκινά η
διαδικασία της παράπλευρης κυκλοφορίας. Δηλαδή το αίμα διοχετεύεται από
μικρότερα αγγεία παρακάμπτοντας το στενωμένο αγγείο που προκαλεί ισχαιμία.
Κάνοντας
κάποιος ομοιοπαθητική θεραπεία και ισχυροποιώντας το ανοσοποιητικό του σύστημα
αποφεύγει την εγκατάσταση αθηρωματικής πλάκας στα στεφανιαία αγγεία του και
μειώνει στο ελάχιστο τους κινδύνους της ισχαιμίας. Για τους ανθρώπους που έχουν
ήδη αναπτύξει αθηρωματικές πλάκες στα στεφανιαία αγγεία τους η ομοιοπαθητική
δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε να μην συμβεί το χειρότερο δηλαδή έμφραγμα του
μυοκαρδίου, παρακάμπτοντας την πορεία του αίματος στα στενωμένα στεφανιαία
αγγεία από μικρότερη παράπλευρη κυκλοφορία. Στους ασθενείς με στενωμένα στεφανιαία
αγγεία που έχουν επιλέξει να χειρουργηθούν ή να διανοίξουν με μπαλονάκι το
αγγείο τους, με την ομοιοπαθητική αποφεύγουν μια ενδεχόμενη υποτροπή δηλαδή την
επαναστένωση του αγγείου τους.
*
ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
Καρδιακή ανεπάρκεια έχουμε όταν η αριστερή κοιλία της
καρδιάς αποτυγχάνει να αδειάσει όλη την ποσότητα του αίματος στην αορτή και
κατά συνέπεια το αίμα συσσωρεύεται στην κοιλία. Η αποδοτικότητα της καρδιάς
εκφράζεται με ένα εκατοστιαίο κλάσμα που ονομάζεται κλάσμα εξωθήσεως και είναι
δείκτης της σοβαρότητας της καρδιακής ανεπάρκειας. Η κλασική θεραπεία της
καρδιακής ανεπάρκειας γίνεται με διουρητικά(φάρμακα που δρουν στον νεφρό
αυξάνοντας την διούρηση) αγγειοδιασταλτικά, διγοξίνη, ντοπαμίνη και
ντοπουταμίνη.
Η
ομοιοπαθητική θεραπεία στην περίπτωση της καρδιακής ανεπάρκειας γίνεται
παράλληλα με την κλασική θεραπεία ειδικά αν το κλάσμα εξώθησης είναι χαμηλό.
Σκοπός της ομοιοπαθητικής θεραπείας είναι σε πρώτη φάση να σταθεροποιηθεί η
νόσος και να μην επιδεινώνεται, και σε δεύτερη φάση να αυξάνεται σταδιακά το
κλάσμα εξώθησης. Και ενώ ο άρρωστος με την καρδιακή ανεπάρκεια δυσπνοεί και
κουράζεται εύκολα ανεβαίνοντας μια σκάλα, μετά την ομοιοπαθητική θεραπεία
νοιώθει δυνατός και γεμάτος ενέργεια. Μπορεί και κάνει πράγματα που πριν δεν θα
μπορούσε ούτε να τα διανοηθεί.
*
ΑΡΡΥΘΜΙΕΣ
Οι αρρυθμίες είναι διαταραχές της καρδιάς κατά τον
αρχικό σχηματισμό του ηλεκτρικού ερεθίσματος το οποίο θα προκαλέσει την συστολή
της καρδιάς ή κατά την μεταβίβαση του ερεθίσματος από τους κόλπους προς τις
κοιλίες. Οι αρρυθμίες είναι πολλές ανάλογα με την ανατομική θέση της διαταραχής
και τα χαρακτηριστικά ηλεκτροκαρδιογραφικά ευρήματα. Η αντιμετώπιση των
αρρυθμιών καρδιολογικά γίνεται με ένα και μοναδικό τρόπο δηλαδή την αναστολή
της αντλίας καλίου-νατρίου-ασβεστίου στο μυοκαρδιακό κύτταρο. Με αυτόν τον
τρόπο βέβαια δεν θεραπεύεται η νόσος αλλά απλά καταστέλεται ή τουλάχιστον
βρίσκεται σε μια λανθάνουσα κατάσταση. Το σημαντικότερο από όλα είναι ότι ο
άρρωστος θα πρέπει να παίρνει αντιαρρυθμικά φάρμακα σε όλη του την ζωή, γιατί
αν τολμήσει να τα διακόψει η αρρυθμία θα επιστρέψει δριμύτερη. Σε άλλες πάλι
περιπτώσεις η αρρυθμία δεν μπορεί να κατασταλεί με φάρμακα και ο ασθενής
συνηθίζει να συμβιώνει με την αρρυθμία του. Πολλές φορές ο ασθενής γυρίζει από
γιατρό σε γιατρό πιστεύοντας ότι θα βρει την αιτία της αρρυθμίας και κατά
συνέπεια θα θεραπευτεί αλλά φυσικά αυτό δεν συμβαίνει ποτέ.
Κατά την ομοιοπαθητική εάν δεν συνυπάρχουν ανατομικές
βλάβες της καρδιάς όπως το έμφραγμα, οι αρρυθμίες δεν είναι παρά η σωματοποίηση
μιας ψυχοσωματικής διαταραχής. Η
ομοιοπαθητική δεν εξετάζει ποτέ ένα όργανο όπως η καρδιά ξέχωρα από την
υπόλοιπη ψυχοδιανοητική κατάσταση του ατόμου. Πολύ πριν φτάσει ένας οργανισμός
να κάνει αρρυθμίες στην καρδιά θα έχει πλημμυρίσει το άτομο με ανησυχία, φόβο
ίσως για τον θάνατο, ανασφάλεια και άγχος. Τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι
δεν είναι ικανοί από μόνοι τους να ξεπεράσουν τα αρνητικά συναισθήματα. Δεν
είναι ικανοί να το κάνουν ακόμα και όταν απευθύνονται στον ψυχίατρο για θλίψη
και παίρνουν αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Ακόμα και τότε το αρνητικό συναίσθημα
συνεχίζει να υφίσταται και η ανακούφιση που προσφέρει το αντικαταθλιπτικό
φάρμακο είναι προσωρινή και πρόσκαιρη. Ο οργανισμός μας όμως όταν εμείς δεν
καταφέρνουμε να αντιμετωπίσουμε τα αρνητικά αισθήματα και προκειμένου να μας
προστατεύσει δημιουργεί την σωματική διαταραχή της αρρυθμίας. Όπως κατανοείται
είναι καλύτερα να απευθυνθούμε στον ομοιοπαθητικό γιατρό πριν γεννηθούν οι
αρρυθμίες για να μην δημιουργηθούν, αλλά ακόμα και όταν δημιουργηθούν η
ομοιοπαθητική θα φέρει τον οργανισμό σε μια καλύτερη κατάσταση υγείας
συμπαρασύροντας και τις αρρυθμίες προς την απόλυτη υγεία. Σε χρόνια
εγκατεστημένες αρρυθμίες η θεραπεία γίνεται παράλληλα με τα αντιαρρυθμικά
φάρμακα.
* ΥΠΕΡΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΑ
Υπέρταση θεωρείται τόσο η αύξηση της συστολικής όσο
και της διαστολικής πίεσης η οποία μακροχρόνια μπορεί να προκαλέσει στεφανιαία,
εγκεφαλικά και νεφρικά επεισόδια. Η αύξηση της πίεσης συνδυάζεται με την
καθιστική ζωή, την παχυσαρκία, το κάπνισμα, την υπερχολεστερολαιμία και τον
σακχαρώδη διαβήτη. Μια χρόνια εγκατεστημένη υπέρταση προκαλεί υπερτροφία της
αριστερής κοιλίας της καρδιάς και επιταχύνει την ανάπτυξη αθηρωματικής πλάκας
στα στεφανιαία αγγεία, με συνέπεια να αυξάνεται ο κίνδυνος ισχαιμίας,
εμφράγματος και αιφνίδιου θανάτου. Στο νεφρό η χρόνια υπέρταση προκαλεί
ελάττωση της clearance (δηλαδή της ικανότητας
του νεφρού να διηθεί το αίμα), της κρεατινίνης καθώς και απώλεια πρωτεϊνών από
τα ούρα. 10 – 20% των ασθενών αυτών θα καταλήξουν σε νεφρική ανεπάρκεια.
Όπως κατανοείται οι βλάβες στον οργανισμό μας
γίνονται σταδιακά και παίρνουν χρόνια για να εγκατασταθούν και να γίνουν κάποια
στιγμή μη αναστρέψιμες. Για τον λόγο αυτό όσο πιο σύντομα επισκεφτεί κάποιος τον
ομοιοπαθητικό γιατρό ειδικά σε τέτοια σοβαρά θέματα υγείας όπως η υπέρταση τόσο
περισσότερες πιθανότητες έχει να προλάβει την βλάβη σε μια κατάσταση που θα
είναι αναστρέψιμη. Η υπέρταση εν
προκειμένω έχει για τον ομοιοπαθητικό γιατρό χαρακτηριστικά ιδιοσυγκρασιακά
συμπτώματα. Πολλές φορές τα συμπτώματα αυτά όπως η ισχυρογνωμοσύνη, η
υπερβολική ζήλια, ή η υπερβολική καταπίεση του ατόμου περνούν απαρατήρητα τόσο
από τον ίδιο τον πάσχοντα όπως και από κάποιον μη ομοιοπαθητικό γιατρό. Βάσει
αυτών των συμπτωμάτων όμως συνταγογράφεται το ομοιοπαθητικό φάρμακο το οποίο θα
φέρει την αρτηριακή πίεση στα φυσιολογικά επίπεδα και θα μειώσει στο ελάχιστο
τις επιπλοκές της.
* ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ
ΥΠΕΡΤΑΣΗ
Πνευμονική υπέρταση έχουμε όταν ελαττωθεί η διάμετρος
των πνευμονικών αγγείων ή αυξηθεί η ροή του αίματος στους πνεύμονες. Σε ορισμένες
χρόνιες νόσους των πνευμόνων όπως οι βρογχιεκτασίες, η κυστική ίνωση, η χρόνια
βρογχίτιδα και το εμφύσημα δημιουργείται πνευμονική υπέρταση. Σε όλες αυτές τις
νόσους καταστρέφεται το αγγειακό δίκτυο με αποτέλεσμα να αυξάνεται η πίεση στην
πνευμονική αρτηρία. Σε πιο απλές περιπτώσεις όπως το κάπνισμα και το υψόμετρο,
προκαλούνται σπασμοί στα πνευμονικά αρτηρίδια λόγω υποξίας δηλαδή ελαττωμένης
ποσότητας οξυγόνου. Η θεραπεία της πνευμονικής υπέρτασης γίνεται με
αγγειοδιασταλτικά και αντιπηκτική αγωγή. Η
ομοιοπαθητική θα στοχεύσει αρχικά να θεραπεύσει την αιτία που προκαλεί την
πνευμονική υπέρταση δηλαδή την εγκατεστημένη πνευμονική νόσο, εφόσον δεν έχουν
προκληθεί ανατομικές βλάβες. Για τον λόγο αυτό για μια ακόμα φορά συστήνουμε
τον άρρωστο να επισκεφτεί τον ομοιοπαθητικό γιατρό στην αρχή της γέννησης της
πάθησής του. Διαφορετικά πέφτει το επίπεδο της υγείας του και δημιουργούνται μη
αναστρέψιμες βλάβες που δυσχεραίνουν σε μεγάλο βαθμό το έργο της
ομοιοπαθητικής.
* ΒΑΛΒΙΔΟΠΑΘΕΙΕΣ
Οι βαλβιδοπάθειες στην καρδιά είναι η στένωση, η
ανεπάρκεια της μιτροειδούς βαλβίδας, η στένωση και η ανεπάρκεια της αορτικής
βαλβίδας.
ΣΤΕΝΩΣΗ
ΜΙΤΡΟΕΙΔΟΥΣ ΒΑΛΒΙΔΑΣ
Η κύρια αιτία της στένωσης της μιτροειδούς βαλβίδας
που είναι μια διγλώχινη βαλβίδα ανάμεσα στον αριστερό κόλπο και στην αριστερή
κοιλία, είναι ο ρευματικός πυρετός. Ο ρευματικός πυρετός είναι μια λοίμωξη που
προκαλείται από το βακτηρίδιο στρεπτόκοκκος κατά την 3η δεκαετία της
ζωής. Παίρνει τουλάχιστον 2 χρόνια για να εγκατασταθεί η βαλβιδοπάθεια ενώ
άλλοι παραμένουν ασυμπτωματικοί για τουλάχιστον μια δεκαετία. Στην
εγκατεστημένη βλάβη η βαλβίδα είναι πιο λεπτή και αποκτά απασβέστωση. Κύρια
θεραπεία της νόσου είναι η αντιπηκτική αγωγή, τα διουρητικά και η διγοξίνη. Οι
ασθενείς με ρευματικό πυρετό παίρνουν πενικιλίνη. Στην περίπτωση όμως που η
στένωση γίνει μέτρια προς σοβαρή συστήνεται η εγχείρηση δηλαδή η
βαλβιδοπλαστική. Όμως αντίθετα από αυτό που νομίζουν πολλοί ασθενείς με αυτό το
πρόβλημα, γύρω στο 60% των χειρουργηθέντων ασθενών πρέπει να ξαναεγχειριστούν
μέσα στην πρώτη πενταετία. Η βαλβίδα επαναστενώνεται, η νόσος χειροτερεύει και
μπορεί επιπλέον να προκληθεί καρδιακή ισχαιμία.
Η
ομοιοπαθητική έχει την δυνατότητα εφόσον ο συνολικός οργανισμός το επιτρέπει να
αναστρέψει την κατάσταση χωρίς χειρουργικές επεμβάσεις. Στην αρχή μειώνεται ο
βαθμός της στένωσης και σε δεύτερη φάση αποκαθίσταται πλήρως η βαλβίδα. Όμως
ακόμα και στους χειρουργημένους ασθενείς, η ομοιοπαθητική θα ομαλοποιήσει πολύ
γρήγορα την υγεία τους μετά την επέμβαση και κυρίως θα δημιουργήσει προϋποθέσεις
ώστε η νόσος να μην υποτροπιάσει και να μην χρειαστούν πάλι μια δεύτερη
εγχείρηση.
ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
ΜΙΤΡΟΕΙΔΟΥΣ
Αιτία της ανεπάρκειας της μιτροειδούς βαλβίδας είναι
επίσης ο ρευματικός πυρετός. Η βαλβίδα στενεύει σκληραίνει και χάνει το σχήμα
της. Οι επασβεστώσεις που δημιουργούνται γύρω της την ακινητοποιούν και η
καρδιά χάνει την ικανότητα εξώθησής της κατά την διαστολή. Η ανεπάρκεια της
μιτροειδούς βαλβίδας μπορεί να προκληθεί επίσης από διάταση της αριστερής
κοιλίας όπως σε μια μυοκαρδιοπάθεια, υπερτασική νόσο ή έμφραγμα. Αφού
εγκατασταθεί η νόσος ο ασθενής αισθάνεται μια χρόνια αδυναμία και κόπωση καθώς
και το κλάσμα εξωθήσεως θα είναι χαμηλό. Από την άλλη πλευρά ασθενείς με ήπιας
μορφής ανεπάρκεια μιτροειδούς μπορεί να παραμείνουν ασυμπτωματικοί για όλη τους
την ζωή. Η θεραπεία της ανεπάρκειας της μιτροειδούς βαλβίδας γίνεται με
αγγειοδιασταλτικά, διγοξίνη και χειρουργική αντιμετώπιση. Αναφορικά με την
χειρουργική αντιμετώπιση γίνεται η αντικατάσταση της ανεπαρκούσης βαλβίδας με
μια τεχνητή βαλβίδα. Μια άλλη τεχνική είναι η τοποθέτηση ενός ελαστικού
δακτυλίου γύρω από την βαλβίδα. Αυτό ονομάζεται βαλβιδοπλαστική. Η τελευταία
μέθοδος όμως χρησιμοποιείται περισσότερο στα παιδιά. Όμως όποια μέθοδο και αν
επιλέξουν οι χειρουργοί παραμονεύει ο μεγάλος κίνδυνος του θρομβοεμβολισμού και
της αιμορραγίας που σε δεύτερη φάση θα προκαλέσει ενδοκαρδίτιδα και θάνατο.
Στατιστικά ένας στους τέσσερις πεθαίνουν αμέσως μετά το χειρουργείο. Όσο για
τους υπόλοιπους επιδεινώνεται σταδιακά η λειτουργία της αριστερής κοιλίας. Τα
βιβλία της καρδιολογίας λένε πως συμβουλεύεται η επέμβαση στους ασθενείς που η
συμβατική θεραπεία δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε άλλο. Αυτό ακριβώς που δεν
μπορεί να προσφέρει η συμβατική θεραπεία μπορεί να το κάνει η ομοιοπαθητική. Δηλαδή αν κάποιος ξεκινήσει ομοιοπαθητική
αμέσως μετά την εισβολή του ρευματικού πυρετού δεν θα δημιουργηθούν απασβεστώσεις
και παραμορφώσεις της βαλβίδας. Αν έστω κάποιος που έχει μια ήπια ανεπάρκεια
της μιτροειδούς βαλβίδας ξεκινήσει ομοιοπαθητική τότε σίγουρα η νόσος δεν θα
χειροτερέψει και δεν θα χρειαστεί ποτέ να χειρουργηθεί. Στην περίπτωση που σε
κάποιον ασθενή η νόσος βρίσκεται σε τελικό στάδιο δηλαδή μεγάλου βαθμού
ανεπάρκεια της μιτροειδούς βαλβίδας με δύσπνοια, χαμηλό κλάσμα εξώθησης και
πάρει την απόφαση να χειρουργηθεί, η ομοιοπαθητική και σε αυτήν την περίπτωση
θα βοηθήσει να ελαχιστοποιηθούν οι μετεγχειρητικές επιπλοκές και να
προσαρμοστεί ο οργανισμός γρηγορότερα στην καινούργια αιμοδυναμική κατάσταση
βελτιώνοντας κυρίως το κλάσμα εξωθήσεως.
*
ΣΤΕΝΩΣΗ ΑΟΡΤΙΚΗΣ ΒΑΛΒΙΔΑΣ
Μπορεί να είναι ρευματικής ή εκφυλιστικής
αιτιολογίας. Είναι περισσότερο συχνή στους άντρες. Οι γλωχίνες σχεδόν
ακινητοποιούνται από την εναπόθεση ασβεστίου. Ο διαβήτης και η
υπερχοληστερολαιμία είναι σοβαροί παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη της
νόσου. Η αριστερή κοιλία της καρδιάς διατείνεται και παράλληλα μειώνεται η
ικανότητα εξώθησης του αίματος στην αορτή. Η δύσπνοια είναι το πιο συχνό
σύμπτωμα. Μπορεί να συνυπάρχει καρδιακή ανεπάρκεια και ισχαιμία. Όλα αυτά
συμβαίνουν στην 6η δεκαετία της ζωής.
Θεραπευτικά όταν η στένωση της αορτικής βαλβίδας
είναι ήπια συστήνεται να αποφεύγεται η έντονη αθλητική και φυσική
δραστηριότητα. Σε πιο σοβαρές καταστάσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν διουρητικά
και βήτα αποκλειστές. Η χειρουργική επέμβαση ενδείκνυται σε περιπτώσεις
κριτικής στένωσης δηλαδή όταν η στένωση είναι μικρότερη από 0,75 cm2. Ωστόσο και μετά την βαλβιδοπλαστική γίνεται
επαναστένωση στα 10 -20 χρόνια αργότερα.
Όταν
κάποιος ξεκινήσει ομοιοπαθητική κατά την γένεση της νόσου, η νόσος αποκτά
σταθερότητα και αποτρέπεται η επιδείνωση δηλαδή η κριτική στένωση της αορτικής
βαλβίδας και κατ’επέκταση η επέμβαση. Στους χειρουργημένους ασθενείς η
ομοιοπαθητική προσφέρει γρήγορη μετεγχειρητική αποκατάσταση και σταθεροποίηση
ώστε να μην επαναστενωθεί η βαλβίδα.
*
ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΑΟΡΤΗΣ
Ο ρευματικός πυρετός είναι ο κύριος υπεύθυνος αυτής
της διαταραχής που οδηγεί στην ανεπάρκεια. Οι γλωχίνες διηθούνται από ινώδη
ιστό, υποχωρούν και το αίμα επιστρέφει στην αριστερή κοιλία από βλάβη που
δημιουργείται στο κέντρο της βαλβίδας. Η αριστερή κοιλία διατείνεται και η
λειτουργία της χειροτερεύει. Αυτοί οι ασθενείς βρίσκονται σε μεγάλο κίνδυνο
ανάπτυξης καρδιακής ανεπάρκειας. Η θεραπεία γίνεται με διγοξίνη, διουρητικά,
νιτρώδη, υδραλαζίνη και νιφεδιπίνη. Στους ασθενείς με πολύ διαταραγμένη
λειτουργία της αριστερής κοιλίας συστήνεται η χειρουργική αντικατάσταση της
αορτικής βαλβίδας. Ωστόσο η μετεγχειρητική εξέλιξη των ασθενών με ανεπάρκεια
αορτής και υψηλό κλάσμα εξώθησης είναι άριστη. Στους ασθενείς όμως με χαμηλό κλάσμα
εξώθησης η μετεγχειρητική πορεία είναι πολύ φτωχή. Άλλωστε αυτό το πρόβλημα
δηλαδή πιά είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για να συμβουλέψει ο γιατρός τον ασθενή
του να χειρουργηθεί παραμένει ακόμα άλυτο στην καρδιολογία.
Η
ομοιοπαθητική μπορεί να βοηθήσει αυτούς τους ασθενείς τόσο πριν όσο και μετά
την εγχείρηση. Κατά την διάρκεια της ανεπάρκειας της αορτής η ομοιοπαθητική θα
προσφέρει εξομάλυνση προς το φυσιολογικό του κλάσματος εξωθήσεως και μείωση της
διατατικότητας της αριστερής κοιλίας. Με λίγα λόγια θα σταθεροποιηθεί η νόσος
και θα αποφευχθεί η χειρουργική επέμβαση. Στους χειρουργημένους ασθενείς η
ομοιοπαθητική θα ελαττώσει τις μετεγχειρητικές επιπλοκές και κυρίως θα αυξήσει
το προσδόκιμο της επιβίωσης αφού θα ισχυροποιήσει το αμυντικό σύστημα του οργανισμού
ανεβάζοντας το συνολικό επίπεδο υγείας. Σε αυτήν την ανοδική πορεία όλου του
οργανισμού θα βελτιωθεί η καρδιακή ανεπάρκεια, το κλάσμα εξώθησης και η
βαλβιδική ανεπάρκεια.
* ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΥΝΣΗ
ΤΩΝ ΑΓΓΕΙΩΝ
Είναι η κύρια αιτία θανάτου στον πολιτισμένο κόσμο. Ο
σχηματισμός αθηρωματικής πλάκας στα αγγεία προκύπτει από 3 βασικές βιολογικές
διεργασίες.
1)Πολλαπλασιασμός μυϊκών κυττάρων γύρω από το αγγείο.
2)Σχηματισμός συνδετικού ιστού περιλαμβανομένου κολλαγόνου,
ελαστικών ινών και προτεογλυκάνης μέσα στα μυϊκά κύτταρα που έχουν
πολλαπλασιαστεί.
3)Συσσώρευση λιπιδίων κυρίως χοληστερινικών εστέρων
και ελεύθερης χοληστερίνης μέσα στα κύτταρα και γύρω από τον συνδετικό ιστό.
Οι αθηρωματικές πλάκες σχηματίζονται κατά δύο
διαφορετικούς τρόπους. Στην πρώτη περίπτωση δημιουργείται ασσυμετρική πάχυνση
του τοιχώματος του αγγείου η οποία προκαλεί ελάττωση της αιματικής ροής. Στην
δεύτερη περίπτωση η συμμετρική πάχυνση του τοιχώματος του αγγείου προκαλεί διάταση
του αγγείου με αποτέλεσμα να στενέψει η διάμετρός του. Η κλασική αντιμετώπιση
των ανωτέρω βλαβών είναι κυρίως προληπτική και σχετίζεται με την δίαιτα και την
μείωση της χοληστερίνης στο αίμα.(Φαρμακευτικά υπάρχουν στατίνες οι οποίες
προκαλούν μακροχρόνια πολλές ανεπιθύμητες βλάβες) Όμως όπως υπάρχουν άνθρωποι που
χάνουν βάρος με την δίαιτα και μειώνουν τα επίπεδα χοληστερίνης, υπάρχου και οι
άνθρωποι που πιθανόν είναι αδύνατοι και με την δίαιτα δεν καταφέρνουν να ρίξουν
τα επίπεδα της χοληστερόλης. Σε αυτούς συστήνονται στατίνες.
Η
ομοιοπαθητική ακριβώς επειδή ισορροπεί όλο τον οργανισμό ρίχνει τα επίπεδα
χοληστερόλης στους ανθρώπους που δεν καταφέρνουν να το κάνουν μόνο με την
δίαιτα. Μακροχρόνια ελευθερώνει τα αγγεία από τον σχηματισμό αθηρωματικής
πλάκας και ελαττώνει την συσσώρευση χοληστερόλης σε αυτά με αποτέλεσμα το αίμα
να ρέει ελεύθερα. Η ayurvediki δίαιτα
ανάλογα με τον τύπο του ασθενούς επίσης συνεισφέρει σημαντικά στην μείωση της
χοληστερίνης στο αίμα.
*
ΕΜΦΡΑΓΜΑ ΜΥΟΚΑΡΔΙΟΥ
Το έμφραγμα είναι μια μη αναστρέψιμη νέκρωση του
μυοκαρδίου. Σχεδόν όλα τα εμφράγματα προέρχονται από αθηρωσκλήρυνση των
αγγείων. Το έμφραγμα διακρίνεται σε διατοιχωματικό όπου η νέκρωση περιλαμβάνει
όλο το πάχος του μυοκαρδιακού τοιχώματος και υπενδοκάρδιο που είναι πιο ήπιας
μορφής και η νέκρωση περιορίζεται μόνο στο εσωτερικό στρώμα του τοιχώματος του
μυοκαρδίου. Τα διατοιχωματικά εμφράγματα είναι αποτέλεσμα απόφραξης μιας και
μόνο στεφανιαίας αρτηρίας. Τα υπενδοκάρδια εμφράγματα συμβαίνουν σε ασθενείς με
πνευμονική υπέρταση, αναιμία, στένωση αορτικής βαλβίδας, ή αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια.
Στην περίπτωση σοβαρών αθηρωματικών στενώσεων των στεφανιαίων αρτηριών, το
μυοκάρδιο εφοδιάζεται με ελαττωμένη ποσότητα οξυγόνου και κατ’επέκταση
δημιουργούνται ανομοιόμορφες νεκρώσεις στο πρώτο στρώμα του μυοκαρδίου δηλαδή
στο ενδοκάρδιο. Μια άλλη περίπτωση εμφράγματος του μυοκαρδίου με φυσιολογικά
στεφανιαία αγγεία είναι ο στεφανιαίος σπασμός. Ο σπασμός μπορεί να προκαλέσει
βλάβη στο στεφανιαίο αγγείο και κατ’επέκταση να αρχίσει να σχηματίζεται
αθηρωματική πλάκα. Το έμφραγμα του μυοκαρδίου ανεξάρτητα από την αιτιολογία του
συνοδεύεται από έντονο πόνο. Γι’αυτόν τον λόγο χρησιμοποιούνται αναλγητικά όπως
η μεπεριδίνη, η πενταζοσίνη, και η μορφίνη. Άλλα φάρμακα είναι τα νιτρώδη, οι
βήτα αποκλειστές και οι ανταγωνιστές ασβεστίου.
Η θέση της
ομοιοπαθητικής στο έμφραγμα του μυοκαρδίου είναι τόσο προληπτική ώστε να μην
καταλήξει κάποιος εκεί όσο και αποκατάσταση μετά ώστε να μην ξανασυμβεί κάτι
παρόμοιο. Στην περίπτωση της πρόληψης η ομοιοπαθητική ρίχνει τα επίπεδα
χοληστερίνης στο αίμα, μειώνει στο ελάχιστο την δημιουργία αθηρωματικής πλάκας
και προκαλεί την γέννηση παράπλευρης κυκλοφορίας στην περίπτωση των στενωμένων
αγγείων. Στους ασθενείς που δεν έκαναν ποτέ τους ομοιοπαθητική και έπαθαν
έμφραγμα του μυοκαρδίου μπορούν μαζί με τα καρδιολογικά φάρμακα να πάρουν και
ομοιοπαθητικά. Εάν αυτοί οι ασθενείς έχουν πάθει υπενδοκάρδιο έμφραγμα η
ομοιοπαθητική θα αναστρέψει την βλάβη, θα αποκαταστήσει τις αιτίες που την
προκάλεσαν και φέρνοντας τον οργανισμό σε μια καλύτερη κατάσταση υγείας δεν θα
επιτρέψει να ξανασυμβεί αυτό. Στους ασθενείς που έπαθαν διατοιχωματικό έμφραγμα
του μυοκαρδίου θα βελτιώσει την εναπομένουσα στεφανιαία κυκλοφορία
δημιουργώντας παράλληλη αγγείωση ώστε η αιματική ροή να μείνει ανέπαφη και να
προμηθεύσει το οξυγόνο που χρειάζεται το μυοκάρδιο. Δεν μπορεί να αναστρέψει
μια διατοιχωματική βλάβη στο μυοκάρδιο. Μπορεί όμως να δημιουργήσει κατάλληλες
συνθήκες ώστε να μην ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. Στην περίπτωση του στεφανιαίου
σπασμού που μπορεί να προέρχεται από άγχος ανησυχία ή φόβο η ομοιοπαθητική
καταργεί μέσα στο χρόνο τις ανωτέρω αιτίες. Η ψυχική υγεία που αρχικά φέρνει η
ομοιοπαθητική ισορροπεί και την στεφανιαία αιμάτωση. Η ομοιοπαθητική και σε
αυτήν την περίπτωση δεν επιτρέπει να δημιουργηθούν ανατομικές βλάβες. Σε κάθε
περίπτωση ο ασθενής με έμφραγμα του μυοκαρδίου πρέπει οπωσδήποτε να πάρει τα
καρδιολογικά του φάρμακα τα οποία κύριο σκοπό έχουν να μειώσουν το φορτίο του
αίματος τον πόνο και την αρτηριακή πίεση. Παράλληλα όμως με αυτά μπορεί να
πάρει και τα ομοιοπαθητικά φάρμακα τα οποία θα φέρουν μια συνολική βελτίωση σε
όλο τον οργανισμό αλλά και ειδικά στην καρδιά του. Η ομοιοπαθητική θα
προκαλέσει επαναγγείωση εμποδίζοντας την νέκρωση των μυοκαρδιακών κυττάρων και
αυξάνοντας τον χρόνο επιβίωσης των ασθενών.
* ΠΕΡΙΚΑΡΔΙΤΙΔΑ
Το περικάρδιο είναι ένας σάκος γύρω από την καρδιά
που σκοπό έχει να σταθεροποιήσει και να προλάβει υπερβολική κίνησή της και
αλλαγές που αφορούν την θέση της στο σώμα. Το περικάρδιο επίσης ελαττώνει την
τριβή ανάμεσα στην καρδιά και τα γύρω όργανα και δημιουργεί έναν φραγμό ενάντια
στην επέκταση πιθανής φλεγμονής από τα γύρω όργανα. Ο περικαρδιακός σάκος είναι
γεμάτος υγρό και διανέμεται στο διάστημα γύρω από την καρδιά έτσι ώστε ο
αποθεματικός όγκος να μην αυξηθεί υπερβολικά. Περικαρδίτιδα είναι η φλεγμονή του
περικαρδίου και χαρακτηρίζεται από πόνο και τριβή. Οι πιο συχνές αιτίες της
είναι ιογενής, βακτηριακή, έμφραγμα του μυοκαρδίου, τραυματισμός. Η θεραπεία
της περικαρδίτιδας γίνεται συνήθως με κορτικοστεροειδή για την ανακούφιση του
πόνου. Σε σοβαρές περιπτώσεις συμπιεστικής περικαρδίτιδας λόγω αύξησης της
πίεσης του περικαρδικού υγρού από διάχυση, γίνεται χειρουργική επέμβαση.
Η
ομοιοπαθητική προσφέρει πλήρη ίαση στην περικαρδίτιδα που το αίτιο είναι
κάποιος ιός ή βακτήριο. Το ανοσοποιητικό σύστημα θα ενδυναμωθεί κάνοντας πυρετό
ως γνωστόν. Σε περίπτωση περικαρδίτιδας από άλλη παθολογία όπως έμφραγμα του
μυοκαρδίου, ουραιμική περικαρδίτιδα (από παραμελημένη νεφρική ανεπάρκεια) θα
πρέπει να θεραπευτεί πρώτα η αρχική παθολογία.
* ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ
ΚΑΡΔΙΟΠΑΘΕΙΑ
Είναι ο συνδυασμός υπερτροφίας και διάτασης της
δεξιάς κοιλίας της καρδιάς λόγω πνευμονικής υπέρτασης. Αιτία της πνευμονικής
υπέρτασης είναι νοσήματα του πνευμονικού παρεγχύματος. Η χρόνια βρογχίτιδα και
το εμφύσημα είναι οι πιο συχνές αιτίες πνευμονικής καρδιοπάθειας. Η ουσιαστική
παθολογία στην χρόνια πνευμονική καρδιοπάθεια είναι η απώλεια των αγγείων. Αυτό
προκαλεί πνευμονική υπέρταση που με την σειρά του κάνει τα εναπομείναντα αγγεία
πιο σκληρά και άκαμπτα. Θεραπευτικά χρησιμοποιούνται βρογχοδιασταλτικά ανακουφίζοντας
τον μυϊκό σπασμό. Σκοπός της χρήσης τους είναι να ελαττώσουν την απόφραξη των
αεραγωγών και να βελτιώσουν την διανομή του εισπνεόμενου αέρα. Οι αμυνοφιλίνες
έχει διαπιστωθεί ότι ελαττώνουν την πνευμονική πίεση. Οι μεθυλξανθίνες
βελτιώνουν την διαφραγματική λειτουργία. Τα αγγειοδιασταλτικά ελαττώνουν επίσης
την πνευμονική υπέρταση. Τα παραπάνω σκευάσματα πρέπει να χρησιμοποιούνται όταν
η παθολογία είναι προχωρημένου σταδίου και έχει προκληθεί μη αναστρέψιμη
αγγειακή βλάβη. Εάν όμως η παθολογία βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο όπου τα
πνευμονικά αγγεία βρίσκονται σε καλή κατάσταση τότε η ομοιοπαθητική μπορεί να
φέρει θεραπευτικό αποτέλεσμα τόσο στην πνευμονική νόσο όσο στην πνευμονική
πίεση και στην καρδιά. Με την
ομοιοπαθητική σταματάει η επιδείνωση της νόσου και αυξάνεται το προσδόκιμο
επιβίωσης.
* ΜΥΟΚΑΡΔΙΟΠΑΘΕΙΕΣ
Είναι νοσήματα της καρδιάς άγνωστης αιτιολογίας όπου
εμπλέκεται ο ίδιος ο καρδιακός μυς. Περιγράφονται 3 βασικές κατηγορίες
λειτουργικών βλαβών.
1)Διαττατική ονομάζεται και συμφορητική και
χαρακτηρίζεται από διάταση της αριστερής κοιλίας.
2)Υπερτροφική χαρακτηρίζεται από υπερτροφία της
αριστερής κοιλίας.
3)Περιοριστική χαρακτηρίζεται από ακαμψία των
τοιχωμάτων της αριστερής κοιλίας.
Στην διαττατική μυοκαρδιοπάθεια η μυοκαρδιακή βλάβη
παράγεται από τοξικές, μεταβολικές και μολυσματικές αιτίες. Το αλκοόλ, το
κάπνισμα π.χ. μπορεί να παράγει βλάβες όμοιες με αυτές της διαττατικής
μυοκαρδιοπάθειας. Στο μυοκάρδιο εμφανίζονται μικρές νεκρωτικές περιοχές και
περιαγγειακή ίνωση. Μερικά μυοκαρδιακά κύτταρα είναι υπερτροφικά ενώ άλλα είναι
ατροφικά. Η νόσος είναι πιο κοινή στους άντρες παρά στις γυναίκες. Η
φαρμακολογική θεραπεία όπως τα αγγειοδιασταλτικά, τα διουρητικά βοηθούν μόνο
στον έλεγχο των συμπτωμάτων. Μόνο η μεταμόσχευση κατά την καρδιολογία βελτιώνει
την ζωή αυτών των ανθρώπων.
Η ομοιοπαθητική δεν συμφωνεί με την μεταμόσχευση ως
λύση επιβίωσης αυτών των ασθενών. Άλλωστε ακόμα και μετά από μια επιτυχημένη
μεταμόσχευση ο ασθενής πρέπει να παίρνει κατασταλτικά φάρμακα για όλη την
υπόλοιπη ζωή του. Η ομοιοπαθητική θεραπεύει με ακριβώς αντίθετο τρόπο δηλαδή
δυναμώνοντας και όχι καταστέλλοντας το αμυντικό σύστημα του οργανισμού. Για την
ομοιοπαθητική έχει μεγάλη σημασία η έγκαιρη διάγνωση αυτής της νόσου ώστε μετά
την κατάλληλη ομοιοπαθητική θεραπεία να σταματήσει η διάταση της αριστερής
κοιλίας και να ξεκινήσει η διαδικασία της αναστροφής χωρίς να προκληθούν
ανατομικές βλάβες στο μυοκάρδιο και χωρίς να επηρεαστεί η συσταλτικότητά του.
Για την ομοιοπαθητική δεν παίζει κανένα ρόλο η αιτία της διάτασης δηλαδή αν
είναι μεταβολική, μολυσματική ή τοξική. Η ομοιοπαθητική στοχεύει άλλωστε στην
ενδυνάμωση του ίδιου του ανοσοποιητικού μηχανισμού ο οποίος θα φέρει την υγεία.
Στην υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια η πιο χαρακτηριστική βλάβη είναι η διαστολική
δυσλειτουργία που χαρακτηρίζεται από ακαμψία της αριστερής κοιλίας κατά την
διάρκεια της διαστολής. Η πλειονότητα των ασθενών με υπερτροφική
μυοκαρδιοπάθεια είναι ασυμπτωματικοί. Δυστυχώς η πρώτη κλινική εκδήλωση είναι ο
αιφνίδιος θάνατος. Το πιο κοινό σύμπτωμα σε αυτούς τους ασθενείς είναι η
δύσπνοια. Θεραπευτικά χρησιμοποιούνται οι βήτα αποκλειστές, οι ανταγωνιστές
ασβεστίου και η χειρουργική επέμβαση. Και σε αυτήν την περίπτωση η ομοιοπαθητική θα μπορούσε να μειώσει την υπερτροφία
εφόσον η νόσος διαγνωστεί έγκαιρα. Σε
πιο προχωρημένες περιπτώσεις υπερτροφικής μυοκαρδιοπάθειας η ομοιοπαθητική
στοχεύει να σταματήσει την επιδείνωση της νόσου. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν
μπορούμε να αναμένουμε από την ομοιοπαθητική αναστροφή της παθολογίας. Οι
ασθενείς αυτοί θα πρέπει να παίρνουν και τα καρδιολογικά φάρμακα. Σε αυτούς
τους ασθενείς η ομοιοπαθητική θα αποτρέψει την χειρουργική επέμβαση και θα επιμηκύνει
το προσδόκιμο της επιβίωσής τους. Στην περιοριστική μυοκαρδιοπάθεια τα
τοιχώματα της αριστερής κοιλίας είναι άκαμπτα και εμποδίζεται η πλήρωση του
αίματος. Η περιοριστική μυοκαρδιοπάθεια έχει κακή πρόγνωση γιατί μόνο το 10%
των ασθενών επιβιώνει μετά από 10 χρόνια και καμιά θεραπεία δεν είναι ιδιαίτερα
αποδοτική. Για την ομοιοπαθητική έχει μεγάλη σημασία να ξεκινήσει η θεραπεία
στην γέννηση αυτής της πάθησης ώστε να επιμηκυνθεί το προσδόκιμο επιβίωσης.
|